Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χλεμερός — ά, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «χλεμερόν χλιαρόν, θερμόν». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χλαμυρίς] … Dictionary of Greek
χλεμερόν — χλεμερός warm masc acc sg χλεμερός warm neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)